συνωμοσία

συνωμοσία
η, ΝΜΑ
[συνωμότης]
μυστική και ένορκη συμφωνία πολλών ατόμων για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ιδίως για ανατροπή καθεστώτος
νεοελλ.
1. (νομ.) συναπόφαση δύο ή περισσότερων προσώπων να τελέσουν έσχατη προδοσία
2. (κατ' επέκτ.) κάθε εχθρική ενέργεια που είναι αποτέλεσμα μυστικής συνεννόησης λίγων εναντίον πολλών
αρχ.
1. σύμπηξη συνδέσμου, συμμαχία με όρκο
2. ομοσπονδία
3. σωματείο ανδρών συνδεδεμένων με όρκο, πολιτικός σύλλογος, πολιτική εταιρεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνωμοσία — συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc/acc dual συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοσίᾳ — συνωμοσίαι , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc pl συνωμοσίᾱͅ , συνωμοσία being leagued by oath fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοσία — η 1. συνεννόηση για εχθρική πράξη εναντίον κάποιου: Ανακαλύφτηκε συνωμοσία στο στράτευμα. 2. εχθρική πράξη πολλών, μετά από συνεννόηση, εναντίον άλλου: Η συνωμοσία του Κατιλίνα απέτυχε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυνωμοσία — συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc/acc dual συνωμοσίᾱ , συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνωμοσίας — συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem acc pl συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοσίας — συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem acc pl συνωμοσίᾱς , συνωμοσία being leagued by oath fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοσίαι — συνωμοσία being leagued by oath fem nom/voc pl συνωμοσίᾱͅ , συνωμοσία being leagued by oath fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνωμοσίαν — συνωμοσίᾱν , συνωμοσία being leagued by oath fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωμοσίαν — συνωμοσίᾱν , συνωμοσία being leagued by oath fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Заговор —    • Συνωμοσία,          см. Έταιρία, Гетерии …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”